- αναγαλλιάζω
- 1. αισθάνομαι υπερβολική ευχαρίστηση, ευφραίνομαι, ευχαριστιέμαι2. προξενώ σε κάποιον ευχαρίστηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν (α)-* + αναγαλλιάζω.ΠΑΡ. αναγάλλιαση, αναγάλλιασμα, αναγαλλιασμός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναγαλλιάζω — αναγαλλιάζω, αναγάλλιασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναγαλλιάζω — ιασα, ιασμένος, χαίρομαι υπερβολικά: Τον είδα κι αναγάλλιασε η ψυχή μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναγάλλιαση — η [αναγαλλιάζω] χαρά, ευφροσύνη, ικανοποίηση … Dictionary of Greek
αναγάλλιασμα — το [αναγαλλιάζω] η αναγάλλιαση … Dictionary of Greek
αναγαλλιασμός — ο [αναγαλλιάζω] η αναγάλλιαση … Dictionary of Greek
αγαλλιάζω — και αναγαλλιάζω (αν)αγάλλιασα, χαίρομαι, ευφραίνομαι: Μόλις αντίκρισε τα γνώριμά του πρόσωπα αναγάλλιασε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)